νύφη
Προφορά
Ετυμολογία
νύφη μεσαιωνική ελληνική νύφη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νύφη
✦ γυναίκα που παντρεύεται ή που πρόσφατα παντρεύτηκε: η νύφη ήταν πεντάμορφη και μάγος ο γαμπρός (Κ. Παλαμάς)
✦ αρραβωνιαστικιά
✦ η σύζυγος σε σχέση με τους γονείς ή τα αδέρφια του άντρα της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–