νόμος


νόμος
Προφορά

Ετυμολογία
νόμος αρχαία ελληνική νόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νόμος

✦ γραπτός κανόνας δικαίου
✦ το σύνολο των νομοθετημάτων μιας πολιτείας, νομοθεσία
✦ κανόνας που ρυθμίζει ορισμένη ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου
✦ (φυσ.) η σταθερή σχέση μεταξύ αιτίας και φαινομένου
✦ φρ. δρακόντειοι νόμοι, οι υπερβολικά αυστηροί: έδωσε νόμους αλύγιστους,… νόμους των άκρων – νόμους δρακόντειους (Κ. Βάρναλης) – νόμος της ζούγκλας, η επικράτηση του ισχυροτέρου: με το νόμο της ζούγκλας που λέει: ο θάνατός σου η ζωή μου (Κ. Βάρναλης)
✦ νόμος πλαίσιο (μτφρ. του γαλλικά loi-cadre), νόμος που ορίζει γενικές αρχές και εξουσιοδοτεί τη διοίκηση να προβεί σε ρυθμίσ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.