ντροπαλός


ντροπαλός
Προφορά

Ετυμολογία
ντροπαλός μεσαιωνική ελληνική ἐντροπαλός, ίσως από το αρχαία ελληνικό ρήμα ἐντροπαλίζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ντροπαλός -ή, -ό

✦ αυτός που εύκολα νιώθει ντροπή, αιδήμων
✦ συνεσταλμένος, διστακτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
αδιάντροπος, αναιδής
Επιρρήματα
ντροπαλά:οι ψιθυρισμοί τους ηχούσαν ντροπαλά μες στο διάφανο σκοτάδι (Γ. Θεοτοκάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.