ντελικατέσεν


ντελικατέσεν
Προφορά

Ετυμολογία
ντελικατέσεν └γερμ┘ Delikatessen (= λιχουδιές)

Ερμηνεία
ντελικατέσεν

✦ άκλ. ουσ. η λ. για προϊόντα διατροφής που πωλούνται παρασκευασμένα, έτοιμα για κατανάλωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.