ντάμα
Προφορά
Ετυμολογία
ντάμα └ιταλ┘dama
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ντάμα
✦ η κυρία
✦ γυναίκα άγαμη ή έγγαμη που συνοδεύεται από άνδρα σε χορό ή σε περίπατο
✦ γυναικεία φιγούρα σε χαρτί της τράπουλας
✦ είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–