νους


νους
Προφορά

Ετυμολογία
νους αρχαία ελληνική νοῦς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νους

✦ η δύναμη του ανθρώπου να σκέφτεται, νόηση, διάνοια, μυαλό
✦ το πνεύμα, σε αντίθεση προς την ύλη
✦ άνθρωπος βαθυστόχαστος
✦ φρόνηση, σύνεση
✦ σκέψη, λογισμός
✦ οξυδέρκεια
✦ η ικανότητα αντίληψης και κρίσης των πραγμάτων που χαρακτηρίζει ένα άτομο ή σύνολο ατόμων με ειδική παιδεία: μαθηματικός νους – πολιτικός νους
✦ κοινός νους, η ορθοφροσύνη, η ικανότητα του υγιώς, κατά την κοινή κρίση, σκέπτεσθαι: ο κοινός νους είναι σπάνιος
✦ (παροιμ.) νους υγιής εν σώματι υγιεί, η διανοητική υγεία προϋποθέτει τη σωματική, η διανοητική και η σωματική υγεία είναι αλληλένδετες
✦ φρ. έχω κατά νου, σκοπεύω, προτίθεμαι – λέω (ή βάζω) με το νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω – (έχε) το νου σου, πρόσεχε – κοντά στο νου κι η γνώση, για κάτι αυτονόητο – χάνω το νου μου, αναστατώνομαι, σαστίζω

Συνώνυμα
σωφροσύνη, ορθοφροσύνη
Αντίθετα
αφροσύνη, αμυαλιά
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.