νομίζω
Προφορά
Ετυμολογία
νομίζω αρχαία ελληνική νομίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νομίζω
✦ θεωρώ ως…, εκλαμβάνω: σε νόμιζα για φίλο – ενομίσθη ένοχος
✦ θεωρώ, έχω τη γνώμη, υποθέτω
✦ η λόγ. μτχ. νενομισμένος, -η, -ον ως επίθ., καθιερωμένος με νόμο ή έθιμο
Συνώνυμα
θαρρώ, φαντάζομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–