νευρικός
Προφορά
Ετυμολογία
νευρικός μεταγενέστερη ελληνική νευρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νευρικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τα νεύρα, ο προκαλούμενος από τα νεύρα: νευρικό σύστημα – νευρική διέγερση – νευρικός πόνος
✦ (για πρόσ.) ευέξαπτος, οξύθυμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
νευρικά (Κ νευρικώς)