νερό


νερό
Προφορά

Ετυμολογία
νερό πρώιμο μεσαιωνική ελληνική νερόν (5/6 αι. μ.Χ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νερό

✦ ύδωρ, το υγρό στοιχείο της φύσης που σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή
✦ η βροχή
✦ τα ούρα, η ούρηση
✦ πληθ. τα νερά, κυματοειδής απόχρωση
✦ (ναυτ.) η ίσαλος γραμμή του πλοίου
✦ το αυλάκι πίσω από σκάφος που πλέει
✦ αμίλητο νερό, το νερό που παίρνεται από την πηγή με απόλυτη σιγή και χρησιμοποιείται στον κλήδονα – φρ. ήπιε το αμίλητο νερό, ειρων. για κάποιον που μένει σιωπηλός
✦ αθάνατο νερό, κατά τη λαϊκή πίστη, το νερό που αν το πιει ένας ζωντανός γίνεται αθάνατος, ενώ αν το πιει ένας πεθαμένος επανέρχεται στη ζωή
✦ φρ. μια τρύπα στο νερό, τίποτα – έβαλε νερό στο κρασί του, μετρίασε την οργή του ή τις αξιώσεις – βάζω το νερό στ’ αυλάκι, οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο – χάνω τα νερά μου, βρίσκομαι σε αμηχανία εξαιτίας αλλαγής περιβάλλοντος – φέρνω στα (ή με τα) νερά μου, προσεταιρίζομαι κάποιον – σηκώνει νερό, έχει κι άλλα περιθώρια – κάνει νερά, για πλωτό που μπάζει νερά από ρωγμές· (μτφ. ) παρεκκλίνει από τα υπεσχημένα – μες στο νερό, για να δηλωθεί απόλυτη σιγουριά για κάτι – κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, εξαιρετικής ομορφιάς – το ξέρω νερό (νεράκι, σαν νερό), το κατέχω καλά, μπορώ να το πω χωρίς καμιά δυσκολία – δεν δίνει του αγγέλου του νερό, για φιλάργυρο άνθρωπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.