νεοσσός


νεοσσός
Προφορά

Ετυμολογία
νεοσσός αρχαία ελληνική νεοσσός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νεοσσός

✦ μικρό πουλί που μόλις βγήκε από τ’ αβγό του
✦ (ειδ.) κλωσσοπούλι
✦ άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογέννητο παιδί ή ζώο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.