νεκρός
Προφορά
Ετυμολογία
νεκρός αρχαία ελληνική νεκρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νεκρός -ή, -ό
✦ ο χωρίς ζωή, πεθαμένος
✦ (μτφ. ) άψυχος, χωρίς ζωντάνια ή κίνηση
✦ ο μη δημιουργικός
✦ που δε λειτουργεί
✦ που δε χρησιμοποιείται
✦ που δεν ισχύει πια: ο νόμος απόμεινε γράμμα νεκρό
✦ μαραμένος: φύλλα νεκρά
✦ αρσ. ο νεκρός κ. θηλ. νεκρή κ. νεκρά ως ουσ., το λείψανο: και τα χέρια πηγαίνουν σα να συνοδεύουν ένα νεκρό (Κ. Παλαμάς) – συλλογίζομαι τον νεκρό του μικρόσωμου αυτού ανθρώπου (Γ. Σεφέρης)
✦ νεκρά φύση (από το γαλλικά nature morte) ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων (λουλουδιών, καρπών κτλ.)
✦ νεκρό σημείο, (από το γαλλικά point mort) (τεχνολ.) θέση του μοχλού ταχυτήτων ενός αυτοκινήτου κατά την οποία δεν μεταδίδεται από το κιβώτιο ταχυτήτων καμιά κίνηση στον κεντρικό άξονα
✦ το ανώτατο ή το κατώτατο σημείο της διαδρομής του εμβόλου μηχανής στο οποίο μηδενίζεται η ταχύτητά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ζωντανός
Επιρρήματα
–