νεανίας


νεανίας
Προφορά

Ετυμολογία
νεανίας αρχαία ελληνική νεανίας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νεανίας

✦ θηλ. νεάνιδα (Κ νεάνις, -ιδος) νέος στην ηλικία, μεγάλο αγόρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.