νεάζω


νεάζω
Προφορά

Ετυμολογία
νεάζω αρχαία ελληνική νεάζω

Ερμηνεία
ρήμα νεάζω

✦ είμαι ή φαίνομαι νέος: δεν έχει να κάνει η ηλικία, όταν η καρδιά νεάζει (Β. Ρώτας)
✦ παριστάνω τον νέο

Συνώνυμα

Αντίθετα
γεροντοφέρνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.