ναύσταθμος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ναύσταθμοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ναύσταθμος.mp3Ετυμολογίαναύσταθμος μεταγενέστερη ελληνική ναύσταθμος Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο ναύσταθμος ✦ λιμάνι ή όρμος με ειδικές εγκαταστάσεις, για τις διάφορες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–