ναυτικός


ναυτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ναυτικός αρχαία ελληνική ναυτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ναυτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τους ναύτες ή τη ναυτιλία
✦ (ως ουσ.) ναυτικός, ο ναύτης, ο θαλασσινός
✦ τα ναυτικά, η στολή του ναύτη
✦ ναυτικό δίκαιο, κλάδος του δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις που αφορούν τη δραστηριότητα της εμπορικής ναυτιλίας
✦ ναυτικό μίλι, μήκος που ισούται με 1852 μέτρα
✦ ναυτικό φυλλάδιο, επαγγελματικό έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται από την αρμόδια λιμενική αρχή η ιδιότητα ατόμου ως ναυτικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.