ναυτίλλομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ναυτίλλομαι αρχαία ελληνική ναυτίλλομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ναυτίλλομαι
✦ ταξιδεύω στις θάλασσες
✦ το αρσ. της μτχ. του ενεστ. ναυτιλλόμενος ως ουσ., ναυτικός, θαλασσινός: οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–