ναυαγοσωστικός


ναυαγοσωστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ναυαγοσωστικός ναυαγοσώστης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ναυαγοσωστικός -ή, -ό

✦ ο προορισμένος για τη διάσωση πλοίων και ναυαγών: ναυαγοσωστική λέμβος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.