ναρκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ναρκώνω αρχαία ελληνική ναρκόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ναρκώνω
✦ (ιατρ.) χορηγώ σε ασθενή φάρμακα που καταστέλλουν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος για να καταργήσω το αίσθημα του πόνου, αναισθητοποιώ
✦ προκαλώ λήθαργο
✦ (μτφ. ) κάνω κάποιον άτονο και αδρανή, αποχαυνώνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–