ναρκοπέδιο
Προφορά
Ετυμολογία
ναρκοπέδιο νάρκη + πεδίον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ναρκοπέδιο
✦ χώρος όπου έχουν τοποθετηθεί νάρκες: η περίπολος αναγνωρίσεως κατά κύριο λόγο επισημαίνει τα ναρκοπέδια και ανοίγει διαβάσεις για την κρούση ή ακόμα γυρεύει να βρει κανένα απόθεμα από νάρκες για να τις καταστρέψει (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. για χώρο) που εγκυμονεί κινδύνους, στον οποίο κάποιος είναι απαραίτητο να προσέχει τι κάνει ή τι λέγει: με την απουσία του διευθυντή το γραφείο του από τις ενέργειες των συμβούλων του έχει μεταβληθεί σε ναρκοπέδιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–