νανουρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
νανουρίζω ναναρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νανουρίζω
✦ αποκοιμίζω νήπιο με μονότονο τραγούδι, βαυκαλίζω: ένα μονότονο σιγαλό μουρμούρισμα, η γιαγιά που νανούριζε το αγγονάκι της (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–