νανο-
Προφορά
Ετυμολογία
νανο- νάνος
Ερμηνεία
νανο-
✦ πρόθεμα το οποίο, όταν τίθεται, πριν από το όν. μονάδας μετρήσεως, την διαιρεί δια ενός δισεκατομμυρίου π.χ. νανοδευτερόλεπτο (= το ένα δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–