νανισμός


νανισμός
Προφορά

Ετυμολογία
νανισμός └ουσ┘ νάνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νανισμός

✦ η αναπηρία των νάνων, το σταμάτημα της σωματικής αναπτύξεως σε όρια κάτω από τα φυσιολογικά

Συνώνυμα
νανοφυΐα
Αντίθετα
γιγαντισμός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.