ναΐφ
Προφορά
Ετυμολογία
ναΐφ └γαλλ┘ naif (= απλοϊκός)
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ ναΐφ
✦ για αυτοδίδακτο ζωγράφο που δημιουργεί τα έργα του έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια
✦ (για πρόσ.) φυσικός, απλοϊκός, αυθόρμητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–