νέον


νέον
Προφορά

Ετυμολογία
νέον └γαλλ┘ néon

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νέον

✦ χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που απαντά στην ατμόσφαιρα, παράγεται βιομηχανικά με κλασματική απόσταξη του υγροποιημένου αέρα και χρησιμοποιείται σε λαμπτήρες, σε φωτεινές επιγραφές κτλ.: φαστ φουντ με πλαστικά καθίσματα και φώτα νέον (Μ. Κουμανταρέας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.