νάρκη


νάρκη
Προφορά

Ετυμολογία
νάρκη αρχαία ελληνική νάρκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νάρκη

✦ προσωρινή απώλεια των αισθήσεων και της κινητικής ικανότητας
✦ λήθαργος
(μτφ. ) αδράνεια του πνεύματος, αποχαύνωση: να φυλάγεται από τη μισή μόρφωση και από τη μισή μάθηση που καταντά στρέβλωση και νάρκη (Γ. Σεφέρης)
✦ είδος εκρηκτικής πολεμικής συσκευής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.