νάνι


νάνι
Προφορά

Ετυμολογία
νάνι λ. βρεφική• από τη νανουριστική φωνή να να

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το νάνι

✦ ύπνος
✦ φρ. κάνει νάνι, κοιμάται
✦ (κ. ως επιφών.): νάνι του ρήγα το παιδί (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.