μύλος
Προφορά
Ετυμολογία
μύλος μεταγενέστερη ελληνική μύλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μύλος
✦ μηχάνημα για το άλεσμα σιτηρών το οποίο αποτελείται από δύο πέτρινους εφαπτόμενους κυλίνδρους από τους οποίους ο ένας παραμένει ακίνητος σε οριζόντια θέση ενώ ο άλλος στρέφεται γύρω από τον άξονά του με τη βοήθεια της δύναμης που παράγει η ροή νερού, το ρεύμα αέρα ή με άλλη κινητήρια δύναμη
✦ ο χώρος όπου αλέθονται σιτηρά
✦ συσκευή με στρόφαλο, που χρησιμεύει για κονιοποίηση ή θρυμματισμό κόκκων
✦ παιδικό παιχνίδι
✦ φρ. έγινε – γίναμε μύλος, επήλθε σύγχυση, αναταραχή, μπέρδεμα – (παροιμ.) ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, για υγιές στομάχι που χωνεύει εύκολα όλες τις τροφές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–