μόριο


μόριο
Προφορά

Ετυμολογία
μόριο αρχαία ελληνική μόριον, υποκοριστικό του μόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μόριο

✦ το ελάχιστο μέρος ενός όλου
✦ (φυσ. – χημ.) η μικρότερη μονάδα ύλης υπό την οποία στοιχείο ή χημική ένωση μπορεί να υπάρξει σε ελεύθερη κατάσταση διατηρώντας τις αρχικές ιδιότητες
✦ (γραμμ.) άκλιτο μέρος του λόγου που δηλώνει δευτερεύουσες σχέσεις των όρων της πρότασης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.