μόλυνση
Προφορά
Ετυμολογία
μόλυνση αρχαία ελληνική μόλυνσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μόλυνση
✦ μετάδοση νοσογόνου μικροβίου σε ζωντανό οργανισμό
✦ μόλυνση της ατμόσφαιρας, η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα από ξένες ουσίες (αέρια, υγρά ή στερεά), που η παρουσία τους οφείλεται στη δραστηριότητα του ανθρώπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–