μυστρί
Προφορά
Ετυμολογία
μυστρί μεταγενέστερη ελληνική μυστρίον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μύστρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μυστρί
✦ εργαλείο από τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιούν οι χτίστες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–