μυστικός


μυστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μυστικός αρχαία ελληνική μυστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυστικός -ή, -ό

✦ κρυφός, απόκρυφος
✦ που αποκρύβει από τους άλλους τις σκέψεις του ή τις ενέργειές του
✦ εχέμυθος
✦ μυστικιστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
φανερός
Επιρρήματα
μυστικά (Κ μυστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.