μυς
Προφορά
Ετυμολογία
μυς αρχαία ελληνική μῦς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μυς
✦ ποντικός
✦ καθένα από τα σαρκώδη και ινώδη όργανα του σώματος με τα οποία εκτελούνται οι εκούσιες ή ακούσιες κινήσεις των μερών του και ιδ. των οστών του σκελετού, ποντίκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–