μυρμήγκι
Προφορά
Ετυμολογία
μυρμήγκι μεταγενέστερη ελληνική μυρμήκιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μύρμηξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μυρμήγκι
✦ έντομο υμενόπτερο: τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αφτιά του, τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. ) άνθρωπος ασήμαντος: με βλέπει σαν μυρμήγκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–