μυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
μυρίζω αρχαία ελληνική μυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μυρίζω
✦ οσφραίνομαι
✦ αναδίδω ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή
✦ (μέσ.) μυρίζομαι, παίρνω, νιώθω τη μυρωδιά, οσμίζομαι: στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα μυρίζονται τη σάρκα (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. ) προαισθάνομαι, υποψιάζομαι
✦ απρόσ. μυρίζει, διαχύνεται οσμή
✦ φρ. δε μύρισα τα δάχτυλά μου, δεν είχα δεδομένα για να προβλέψω κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–