μπρούντζος
Προφορά
Ετυμολογία
μπρούντζος μεσαιωνική ελληνική μπροῦντζον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπρούντζος
✦ κράμα χαλκού και κασσίτερου, ο ορείχαλκος
✦ πληθ. Μπρούντζοι, τα χάλκινα σκεύη ή καλλιτεχνήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–