μπριζόλα


μπριζόλα
Προφορά

Ετυμολογία
μπριζόλα └βενετ┘ brisola (=φιλέτο μοσχαριού)

Ερμηνεία
μπριζόλα

✦ κρέας από τα πλευρά σφαγίου που ψήνεται ή τηγανίζεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.