μπορώ
Προφορά
Ετυμολογία
μπορώ μπορώ
Ερμηνεία
μπορώ
✦ -είς, -εί κ. μπορώ ρ. (ημπόρεσα) έχω τη δύναμη ή την ικανότητα για κάτι: κι εσύ, αθάνατη, εσύ, θεία, που ό,τι θέλεις ημπορείς (Διον. Σολωμός)
✦ αντέχω: δεν ημπορώ… τους Τούρκους να δουλεύω (δημ. τραγ.)
✦ δεν ημπορώ, είμαι άρρωστος
✦ ημπορεί, (ως απρόσ.) είναι ενδεχόμενο, δυνατό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–