μπογιά


μπογιά
Προφορά

Ετυμολογία
μπογιά └τουρκ┘boya

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπογιά

✦ βαφή, χρώμα
✦ οποιαδήποτε χρωστική ύλη
✦ φρ. δεν περνά η μπογιά του, έχασε τη γοητεία του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.