μπλόφα


μπλόφα
Προφορά

Ετυμολογία
μπλόφα └αγγλ┘bluff

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπλόφα

✦ επίδειξη υπεροχής για παραπλάνηση και υποχώρηση αντιπάλου: κάνουνε φασαρία μεγάλη για να μας τρομάξουνε, μα δεν βλάφτουνε πολύ. Όλο μπλόφες είναι κι αγυρτείες (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.