μπικίνι


μπικίνι
Προφορά

Ετυμολογία
μπικίνι └αγγλ┘bikini, εμπορ. επωνυμία από το όν. Bikini, νησιού του Ειρηνικού στο οποίο έγινε δοκιμή της ατομικής βόμβας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπικίνι

✦ μαγιό από δυο κομμάτια ύφασμα με πολύ μικρές διαστάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.