μπιζέλι


μπιζέλι
Προφορά

Ετυμολογία
μπιζέλι └ιταλ┘pisello, υποκοριστικό του └λατιν┘ pisum

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπιζέλι

✦ ο καρπός της μπιζελιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.