μπελάς


μπελάς
Προφορά

Ετυμολογία
μπελάς └τουρκ┘belâ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπελάς

✦ ενόχληση, φασαρία, σκοτούρα
✦ φρ. βρήκα τον μπελά μου, μπλέχτηκα σε δυσάρεστη υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.