μπαταρία
Προφορά
Ετυμολογία
μπαταρία └βενετ┘ bataria
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπαταρία
✦ σύνολο ή συγκρότημα από δύο ή περισσότερα στοιχεία που μετατρέπουν χημική ενέργεια σε ηλεκτρική, συσσωρευτής
✦ μπαταρία για το φακό – μπαταρία αυτοκινήτου – επαναφορτιζόμενες μπαταρίες – αλκαλικές μπαταρίες
✦ διάταξη από βρύσες που αναμιγνύουν το ζεστό με το κρύο νερό και τοποθετούνται σε λουτρό ή κουζίνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–