μπαστούνι


μπαστούνι
Προφορά

Ετυμολογία
μπαστούνι μεσαιωνική ελληνική μπαστούνι(ν)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπαστούνι

✦ ραβδί που χρησιμοποιούν συνήθως οι γέροι ή οι ανάπηροι στο περπάτημα, βακτηρία
✦ μία από τις τέσσερις κατηγορίες χαρτιών της τράπουλας
✦ φρ. τα βρήκε μπαστούνια, συνάντησε δυσκολίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.