μπαούλο


μπαούλο
Προφορά

Ετυμολογία
μπαούλο └βενετ┘ baul

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μπαούλο

✦ κιβώτιο για είδη ρουχισμού
✦ (πληθ.) τα μπαούλα, οι αποσκευές, τα μπαγκάζια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.