μπήγω


μπήγω
Προφορά

Ετυμολογία
μπήγω μεσαιωνική ελληνική μπήγω, από το ἔμπηξα

Ερμηνεία
μπήγω

✦ κ. μπήζω ρ. (έμπηξα, μπηγμένος) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω
✦ φρ. μπήγω τις φωνές – τα κλάματα – τα γέλια, φωνάζω, κλαίω, γελώ δυνατά, ξεσπώ σε φωνές, σε κλάματα, σε γέλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.