μπέρδεμα
Προφορά
Ετυμολογία
μπέρδεμα μπερδεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μπέρδεμα
✦ περιπλοκή, μπλέξιμο
✦ ανακάτωμα διαφορετικών ή παρόμοιων αντικειμένων
✦ (μτφ. ) σύγχυση, λανθασμένη αντίληψη
✦ (μτφ. ) συμμετοχή σε επιζήμια ή δυσάρεστη υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–