μπέικιν πάουντερ


μπέικιν πάουντερ
Προφορά

Ετυμολογία
μπέικιν πάουντερ └αγγλ┘baking powder

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μπέικιν πάουντερ

✦ σκόνη που χρησιμοποιείται για να φουσκώνει η ζύμη των γλυκών στο ψήσιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.