μουσείο
Προφορά
Ετυμολογία
μουσείο αρχαία ελληνική μουσεῖον (=τόπος των Μουσών)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μουσείο
✦ κτίριο ή ίδρυμα όπου φυλάγονται και εκτίθενται σε κοινή θέα έργα τέχνης ή συλλογές αντικειμένων αξίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–