μουσαμάς


μουσαμάς
Προφορά

Ετυμολογία
μουσαμάς └τουρκ┘muemba

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μουσαμάς

✦ κερωμένο ύφασμα
✦ πανωφόρι από τέτοιο ύφασμα, αδιάβροχο, μουσαμαδιά
✦ επικάλυμμα (τραπεζιού κτλ.) από κηρωτό ύφασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.